- βάκτρου
- βάκτρονstickneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… … Dictionary of Greek
έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… … Dictionary of Greek
καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
τριτοβάμων — όνος, ὁ, ἡ Α φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο βάμων] … Dictionary of Greek